- κατάντλησις
- κατάντλησις, ἡ (Α) [καταντλώ]η επίχυση άφθονου ύδατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάντλησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήσει — κατάντλησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταντλήσεϊ , κατάντλησις fem dat sg (epic) κατάντλησις fem dat sg (attic ionic) καταντλέω pour aor subj act 3rd sg (epic) καταντλέω pour fut ind mid 2nd sg καταντλέω pour fut ind act 3rd sg καταντλέω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήσεις — κατάντλησις fem nom/voc pl (attic epic) κατάντλησις fem nom/acc pl (attic) καταντλέω pour aor subj act 2nd sg (epic) καταντλέω pour fut ind act 2nd sg καταντλέω pour aor subj act 2nd sg (epic) καταντλέω pour fut ind act 2nd sg κατᾱντλήσεις ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήσεσι — κατάντλησις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήσεσιν — κατάντλησις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάντλησιν — κατάντλησις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήσεων — καταντλήσεω̆ν , κατάντλησις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήσεως — καταντλήσεω̆ς , κατάντλησις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήσῃ — καταντλήσηι , κατάντλησις fem dat sg (epic) καταντλέω pour aor subj mid 2nd sg καταντλέω pour aor subj act 3rd sg καταντλέω pour fut ind mid 2nd sg καταντλέω pour aor subj mid 2nd sg καταντλέω pour aor subj act 3rd sg καταντλέω pour fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)